διαβλέπει

διαβλέπει
διαβλέπω
stare with eyes wide open
pres ind mp 2nd sg
διαβλέπω
stare with eyes wide open
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των …   Dictionary of Greek

  • ενόραση — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η αντίληψη ή η κατανόηση κάποιου αντικειμένου είναι δυνατή μόνο με τη νοητική εποπτεία και χωρίς συλλογισμό. Η ε. ήταν η θεμελιώδης αρχή των νεοπλατωνικών και όλων των μυστικιστών. Κατά τους νεότερους… …   Dictionary of Greek

  • καχυποψία — η (Μ καχυποψία) [καχύποπτος] το γνώρισμα τού καχύποπτου, η τάση να βλέπει κανείς τα πάντα με υποψία, να διαβλέπει κάτι κακό και εκεί όπου δεν υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

  • συφιλομανία — και συφιλιδομανία, η, Ν [συφιλ(ιδ)ομανής] 1. ψυχοπάθεια κατά την οποία διαβλέπει κανείς σε κάθε νόσο συμπτώματα σύφιλης 2. μονομανία κατά την οποία ασθενής, ο οποίος έχει θεραπευθεί από τη σύφιλη, νομίζει ότι πάσχει ακόμη …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • Σέργιος — I Όνομα πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης. 1. Σ. ο A’. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (610 638) από τη Συρία, από τις αξιολογότερες προσωπικότητες που ανέβηκαν στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Σε μια εποχή ιδιαίτερα κρίσιμη, τόσο από… …   Dictionary of Greek

  • διαβλέπω — διέβλεψα, βλέπω το αποτέλεσμα μιας ενέργειας ή κατάστασης πριν να συμβεί, ύστερα από οξυδερκή παρατήρηση και βάσει ορισμένων στοιχείων: Το κοφτερό του μυαλό διαβλέπει πάντα τους κινδύνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”